- ἀξιοπιστοσύνη
- ἀξιο-πιστοσύνη, ἡ,A = -πιστία, Man.4.505.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀξιοπιστοσύνῃ — ἀξιοπιστοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)